- κεράσαντα
- κεράννυμιmix: aor part act neut nom /voc /acc plκεράννυμιmix: aor part act masc acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κεράσαντα — κεράννυμι mix aor part act neut nom/voc/acc pl κεράννυμι mix aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσανθ' — κεράσαντα , κεράννυμι mix aor part act neut nom/voc/acc pl κεράσαντα , κεράννυμι mix aor part act masc acc sg κεράσαντι , κεράννυμι mix aor part act masc/neut dat sg κεράσαντο , κεράννυμι mix aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) κεράσαντε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek